- ορδινάτσα
- και ορντινάτσα και ορντινάντσα, ηστρατιώτης αποσπασμένος στην προσωπική υπηρεσία αξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ordinanza].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορντινάντσα — και ορντινάτσα, η βλ. ορδινάτσα … Dictionary of Greek